- φύσι
- φύςaor part act masc dat plφύσιςoriginfem voc sgφύσῑ , φύσιςoriginfem dat sg (epic doric ionic aeolic)φύωbring forthaor part act masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύσις — φύσῑς , φύσις origin fem acc pl (epic doric ionic aeolic) φύσις origin fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
евня — зерносушилка особого устройства , смол. (Добровольский), укр.. блр. евня, ёвня, стар. евья (1557 г.); см. РФВ 5, 254 и сл. Связано с овин (см.). Начальное е не изменилось в о перед ь; ср. ель (Шахматов, Очерк 140). Родственно лит. javiena пашня … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ζειά — ζειά, ή (συν. στον πληθ. ζειαί) (Α) 1. μονόκοκκο σιτάρι, χρήσιμο για την τροφή τών αλόγων («πάρ δ ἔβαλον ζειάς», Ομ. Οδ.) 2. είδος δίκοκκου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στον ενικό αριθ. εμφανίζεται στους ελληνιστικούς και μεταγενέστερους χρόνους, ενώ… … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
i̯eu̯o- — i̯eu̯o English meaning: corn; barley Deutsche Übersetzung: “Getreide”, vor allem “Gerste” Material: O.Ind. yáva m. “ corn, grain; barley, millet, sorghum” = Av. yava m. “ corn, grain “, Pers. jav “barley” (= Lith. javaĩ); O.Ind.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
physitism — ˈphysitism rare. [f. Gr. ϕύσι ς nature + ite + ism.] A system of nature worship. Duns in Proc. Soc. Antiq. Scot. XIX. 396 … Useful english dictionary